- σταχυολογώ
- [стахиолого] р. собирание колосьев после жатвы, сборник, хрестоматия,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταχυολογώ — σταχυολογώ, σταχυολόγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: σταχολογάω – σταχυολογώ : η έννοια διαφέρει. Το σταχολογάω σημαίνει → μαζεύω τα στάχυα μετά το θερισμό, ενώ το σταχυολογώ → επιλέγω και συγκεντρώνω (γνωμικά κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταχυολογώ — σταχυολογῶ, έω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν μαζεύω στάχια νεοελλ. επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + λογώ*] … Dictionary of Greek
σταχυολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. συγκεντρώνω στάχυα. 2. εκλέγω, απανθίζω: Σταχυολόγησε τα εκλεκτότερα ηθογραφικά διηγήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταχολογάω — / σταχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), σταχολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: σταχολογάω – σταχυολογώ : η έννοια διαφέρει. Το σταχολογάω σημαίνει → μαζεύω τα στάχυα μετά το θερισμό, ενώ το σταχυολογώ → επιλέγω και συγκεντρώνω (γνωμικά κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ασταχυολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμπεριληφθεί σε συλλογή ή επιλογή 2. εκείνος από τον οποίο δεν έχει γίνει απάνθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταχυολογώ «απανθίζω, διαλέγω»] … Dictionary of Greek
επικαλαμώμαι — ἐπικαλαμῶμαι, άομαι (Α) σταχυολογώ μετά τον θερισμό, συνάζω τά απομεινάρια τού θερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλαμώμαι (< καλάμη) «συλλέγω τα στάχια μετά τον θερισμό»] … Dictionary of Greek
καλαμώμαι — καλαμῶμαι, άομαι (Α) [καλάμη] 1. μαζεύω τα στάχια που έμειναν στον αγρό μετά τον θερισμό, σταχυολογώ 2. συλλέγω, συγκεντρώνω καρπούς, κυρίως ελιές, σταφύλια 3. μτφ. συγκεντρώνω με κόπο όσα ευτελή απέμειναν («Ἀλέξανδρος ἐθέρισε τὴν Ἀσίαν, ἐγὼ δὲ… … Dictionary of Greek
παρεκβάλλω — ΜΑ [εκβάλλω] ρίχνω κάτι κατά μέρος, στο πλάι μσν. παραλαμβάνω, συγκεντρώνω και σταχυολογώ χωρία συγγραφέων ή τις παρατηρήσεις άλλων … Dictionary of Greek
σταχολογώ — Ν βλ. σταχυολογώ … Dictionary of Greek
σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός … Dictionary of Greek